αγναντιάζω

αγναντιάζω
και -ίζω
1. παρατηρώ από μακριά, αγναντεύω
2. βλέπω κάτι απέναντι μου, αντικρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγνάντια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγναντώ — αγναντιάζω* …   Dictionary of Greek

  • αγνάντια — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 411 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χασίων. * * * και αγνάντι επίρρ. απέναντι, αντίκρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη συνεκφορά: τα εναντία > *ταϊνάντια > *ταjνάντια… …   Dictionary of Greek

  • αγναντίζω — [αγνάντια] βλ. αγναντιάζω …   Dictionary of Greek

  • αγναντιαστός — ή, ό [αγναντιάζω] 1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικριστός 2. επίρρ. αγναντιαστά απέναντι, αγνάντια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”